οβελιαίος

οβελιαίος
-α, -ο (Α ὀβελιαῑος, -αία, -ον)
1. αυτός που έχει σχήμα οβελού και, γενικά, ράβδου, ραβδοειδής
2. φρ. «οβελιαία ραφή» — η ραφή με την οποία συνδέονται τα δύο βρεγματικά οστά τού κρανίου
νεοελλ.
1. ανατ. αυτός που έχει διεύθυνση από τα εμπρός προς τα πίσω ή από την κοιλιά προς τη ράχη και αντιστρόφως
2. φρ. α) «οβελιαίοι κόλποι» — φλεβώδεις κόλποι τού κρανίου που απάγουν το αίμα από τον εγκέφαλο
β) «οβελιαία σχισμή» — η σχισμή που χωρίζει τα δύο ημισφαίρια τού εγκεφάλου
αρχ.
(για τομές, εντομές) ευθύς, ίσιος («ὀβελιαία διαίρεσις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νεφρ-ιαίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀβελιαία — ὀβελιαίᾱ , ὀβελιαῖος sagittal fem nom/voc/acc dual ὀβελιαίᾱ , ὀβελιαῖος sagittal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνιγγες — Μεμβράνες που περιβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο σωλήνα. Είναι τρεις· από τα έξω προς τα μέσα: η σκληρά, ινώδους σύστασης και πολύ ανθεκτική, η αραχνοειδής, που στερείται αγγείων, είναι λεπτότατη και… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • ὀβελιαίαν — ὀβελιαίᾱν , ὀβελιαῖος sagittal fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”