- οβελιαίος
- -α, -ο (Α ὀβελιαῑος, -αία, -ον)1. αυτός που έχει σχήμα οβελού και, γενικά, ράβδου, ραβδοειδής2. φρ. «οβελιαία ραφή» — η ραφή με την οποία συνδέονται τα δύο βρεγματικά οστά τού κρανίουνεοελλ.1. ανατ. αυτός που έχει διεύθυνση από τα εμπρός προς τα πίσω ή από την κοιλιά προς τη ράχη και αντιστρόφως2. φρ. α) «οβελιαίοι κόλποι» — φλεβώδεις κόλποι τού κρανίου που απάγουν το αίμα από τον εγκέφαλοβ) «οβελιαία σχισμή» — η σχισμή που χωρίζει τα δύο ημισφαίρια τού εγκεφάλουαρχ.(για τομές, εντομές) ευθύς, ίσιος («ὀβελιαία διαίρεσις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νεφρ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.